- ἀπορίη
- ἀπορίαbeingfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπορίῃ — ἀπορία being fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… … Dictionary of Greek